• Μικρέ, σήκω και άκου !!
  • Παππού , εσυ είσαι;
  • …ακου μικρέ και ότι ακούσεις, να το πεις στα παιδιά σου !!!

Ο παππούς μου ήταν καβάλα στο άλογο, εκείνο το μαύρο το τζαναμπέτικο, που καβαλούσε όταν μπηκε στην Θεσσαλονίκη το 1912 και όχι το καλόβολο, το κόκκινο, που αφησε τα κόκκαλά του το ’22, στον Τσεσμέ.  Πίσω του, μπορούσα να διακρίνω ένα συννεφο σκόνης που κάλυπτε όλο το οπτικό μου πεδίο, κάποτε η σκόνη πηγαινε να αραιώσει και τότε κάποιοι ισκιοι διαγράφονταν μέσα της και πάνω από όλα αυτά, μα όχι την φωνή του παππού μου, ακουγόταν  ένα βουητό, ενας ατονικός, μουντός,  θορυβος, απροσδιόριστος, κατά τα επι μέρους του, μα σίγουρα σύνθετος, από τι ήχους, χωρις μια εικόνα να με καθοδηγει, δεν μπορούσα να μαντέψω.

-….θα ρωτήσουν τα παιδιά σου, αν τύχει και το θυμηθούν, γιατί πήρε το αυτί τους να λέει κάτι το πρωί η ομορφούλα στην οθόνη, ποια διακόσια χρόνια ποιανού πράγματος γιορτάζουμε και γίνεται τόσος ντόρος  στην τηλεόραση και κάτι λέει και η καθηγήτρια στην ηλεκρονική τάξη μα είναι η σύνδεση όπως είναι και δεν πολυκαταλαβαίνουνε τι λέει. ……

(περισσότερο από το ότι ο παππους ήξερε την τηλεόραση και την ηλεκτρονική τάξη, με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι ,το τζαναμπέτικο το άλογο, καθόταν πειθήνιο και ακίνητο).

  • …….τα διακόσια γιορτάζουμε από την εναρξη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία των Ελλήνων, να τους πείς και πρόσεξε μην τους αφήσεις να καταλάβουν κάτι άλλο. Ο τι, είμαι βέβαιος, κάποιος θα πεί πως γιορτάζουμε τα διακόσα χρόνια από τον αγώνα των Ελλήνων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Πρόσεξε, καλά μικρέ, τι θα πώ κι’ έτσι να το πείς στα παιδιά σου :  Γιορτάζει ο άνθρωπος γιατί  εφυγαν από τον τόπο του οι εχθροί του, γιατί πέρασε στο Πολυτεχνείο, γιατί πήρε το δίπλωμά του, γιατί έπιασε την πρώτη του δουλειά, γιατί έπιασε την πρώτη του καλή δουλειά,  γιατί απέκτησε την κόρη του, γιατί πέθανε η πεθερά του, γιατί η κόρη του απέκτησε κόρη, γιατί η κόρη της κόρης του πέρασε στο Πολυτεχνείο, γιατί  έβρεξε μετα από μήνες ξηρασίας, γιατί γύρισε, χρόνια μετά στον τόπο του και το σκυλάκι που χάιδεψε , στον δρόμο, καθώς έφευγε για τα ξένα, ήταν εκεί, γέρος σκύλος και τον γνώρισε και του κούναγε την ουρά του, γιατί μπήκε για τα καλά η άνοιξη και μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, γιατί δύει η ζωή του και έχει μια καλή ιστορία να διηγηθεί,  γιατί κανένας πιά, δεν εχει μείνει, που να του λέει τι να κάνει και πως.

Δεν γιορτάζεις γιατί έφτιαξες οργανωμένο κράτος, μια διαχειριστική διευκόλυνση είναι, καθώς όταν ο πάροχος της ευρυζωνικής, περνάει οπτικές ινες στην γειτονιά σου και  έτσι η σουρλουλού γδύνεται χωρίς τρέμουλο, στην οθόνη σου και σκοτώνεις ποιο πολλούς στο PUBG, αλλά ούτε πιο γεμάτο γίνεται το πιάτο σου, ούτε εσύ γίνεσαι σοφώτερος και στο τέλος του μηνός, σου έρχεται και ο λογαριασμός. (μα ρούπι δεν κουνιέται το ζωντανό, πως στέκεται έτσι;)

-……τον αγώνα για την ανεξαρτησία μας γιορτάζουμε, την απόφασή μας πως η ζωή δεν αξίζει αν άλλοι σου λένε ποιος είσαι, τι είσαι και τι πρέπει να κάνεις, και ότι το να ορίζεις την μοίρα σου αξίζει κάθε θυσία…….και να τους πείς, και να μην τους μείνει αμφιβολία, πως Ανεξαρτησία, όπως την ονειρευόμαστε, δεν είδαμε ακόμα, πως ο αγώνας μας συνεχίζεται, πως αυτό που στην ουσία γιορτάζουμε είναι πως πέρασαν διακόσια χρόνια και άλλες τόσες θύελλες και όμως ακόμα ειμαστε εδώ, ακόμα στέκουμε όρθιοι και πολεμάμε ακόμα, μέχρι να γνωρίσουμε την Ελευθερία όπως εμείς την καταλαβαίνουμε ή η Ιστορία αποφασίσει ότι δεν μας εχει πιά ανάγκη και μας αφανίσει από προσώπου Γής…….

Και πές τους ακόμα πως  με το να κοιτάνε ολημερίς στην οθόνη ανθρώπους να δείχνουνε τα απόκρυφά τους και να κάνουνε τα παλληκάρια κρατώντας ποντίκια στα χέρια και σκοτώνοντας φαντάσματα, προκοπή δεν είναι , ότι δεν καταλαβαίνουν  πως δεν κοιτάνε την οθόνη, ένα καθρέφτη κοιτάνε και μέσα δεν βλέπουν τίποτε,  ότι, καθώς οι απέθαντοι, όποιος δεν έχει ψυχή δεν έχει είδωλο και για να αποκτήσουν ψυχή, να ανοίξουν κανένα ρημάδι βιβλιο και  η Βικιπαίδεια καλή είναι, αμα δεν είσαι του χαρτιού και του μολυβιού,  να ξεστραβωθούν,  ότι η γνώση φέρνει την Ελευθερία επειδή, πρώτα νικάει τον φόβο και ύστερα είναι η μητέρα της Δημιουργίας και να μην ξεγελαστούν , ότι δυό αλυσσίδες δένουν τον άνθρωπο : αυτή που του φοράνε οι άλλοι και αυτή που ο ίδιος φοράει στον εαυτό του, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι, αλλά η δημιουργία σου δίνει ταυτότητα. ……

-…….και κάτι ακόμα, πως υπάρχουν Χώρες,  που δεν είναι  γη και σύνορα, αλλά κάτι μεγαλύτερο. Η Αμερική είναι μια τέτοια, ενας Συνταγματικός χάρτης εξοπλισμένος με μια Γεωγραφική επικράτεια. Η Ρωσία άλλη, μια απέραντη γη επανδρωμένη με ένα μεγάλο λαό, η Αγγλία, ένα φρόνημα, κουρνιασμένο, πάνω σε ένα θαλασσογκρεμο, στην μέση του Ατλαντικού, να καταφρονεί όσους νομίζουν ότι έχουν το λαό της του χεριού τους…….και η Ελλάδα είναι μια , τέτοιας ουσίας, χώρα. Ενας  Λαός, που πορεύεται την ατραπό της Ιστορίας, κουβαλώντας στην ψυχή του το όνειρο να αποκτήσει, κάποτε, μια Πατρίδα αντάξιά Του.

Γι’αυτό το όνειρο πολέμησαν τότε, γι’αυτό αγωνισθήκαμε, γι’αυτό τα παιδιά σου πρέπει να είναι έτοιμα ,αύριο να προσπαθήσουν…….και  αν έχουν ανάγκη να προσβλέψουν σε κάποιον για κουράγιο ή καθοδήγηση, όταν ο δρόμος φαντάζει ατελείωτος και το φορτίο αβάσταχτο, οι Ελληνες έχουμε, από καταβολής μας,δυο ήρωες να μας δείχνουν τον δρόμο, να κρατάνε ψηλά το δαυλό όταν η νυχτα γίνεται σκοτεινή και ατέλειωτη.

Ο πρώτος είναι ο Ηρακλής, ο απρόθυμος ημίθεος, ο ήρωας του καθημερινού ανθρώπου που χαίρι και προκοπή δεν βλέπει, από την ημέρα που θα γεννηθεί, ώσπου να πεθάνει και μόνο διαλείμματα ευτυχίας απολαμβάνει, πριν την επόμενη δοκιμασία.

Ο δεύτερος είναι ο Οδυσσέας ο Πολυμήχανος, βασιλιάς σε μικρό βασίλειο, που ο τρόπος της ζωής του, οι ανθρωποι της ζωής του, η ταυτότητά του, έχουν μεγαλύτερη σημασία γι’αυτόν από την εξουσία και την ευδαιμονία του.

Ο Ηρακλής είναι η δύναμη της θέλησης αυτού του Λαού, ο Οδυσσέας το φευγαλέο και ρευστό όραμα που έχει γι’ αυτόν, η Πνευματική του Ηγεσία.

Ηρωες βγάλαμε πολλούς, σε πόλεμο και ειρήνη, όλοι όμως, είτε το συνειδητοποιούσαν , είτε όχι, αυτους τους δύο μιμήθηκαν, αυτων των δύο τις πράξεις, αναπαρήγαγαν για την Ιστορία.

Και να πείς στα παιδιά σου, πως, όταν πάρουν , στα χέρια τους, το φορτίο της συνέχισης του Αγώνα και μπορεί ο Αγώνας να φαίνεται Αγονος και  Αδιέξοδος , ίσως προδωμένος από την αρχή,  και ότι αυτή η χώρα δεν τους χωράει, πως όπου ο Ηρακλής απιθώσει το ρόπαλό του και καθήσει να ξαποστάσει, οποια ακτή δεχτει τον Οδυσσέα που τον ξέβρασε η μοιρα, εκει είναι και η Ελλάδα,  εκει, και όπου αλλού τους στείλει η Ιστορία, μέχρι να  έρθει το Πλήρωμα του χρόνου και αποκτήσουμε Πατρίδα αντάξιά μας.  Και όποιος μοιράζεται το όνειρό μας είναι ένας από εμάς και μαζί μας θα μοιρασθεί την Πατρίδα………

Παππού……

-…… αυτά που σου είπα, θα τα πείς στα παιδιά σου να μην έχουν αμφιβολία, ούτε τι γιορτάζουμε σήμερα, ούτε αν έχει τελειώσει ο Αγώνας…..δεν τελείωσε ακόμα…κάποια στιγμή νομίσαμε πως με την γενιά την δικιά σου θα τελείωναν της πατρίδας τα βάσανα, μα γελασθήκαμε…..

– Παππού…..

Μην τολμήσεις να πείς πως προσπαθήσατε…σας ξέφυγε μέσα από τα χέρια σας

– Παππού, μας γέλασαν,……

– Δεν σας τιμά αυτό, κορόιδα πιασθήκατε……παίξατε και χάσατε, στο Χρηματιστήριο, μισό αιώνα Βιομηχανικής Αναπτύξεως……γιατί ;…..η φωνή του ξαφνικά εσβυσε…..εσκυψε το κεφάλι και έστριψε το μουστάκι του, το άλογο, για πρώτη φορά, χρεμέτισε και τίναξε τα αυτιά του.

εντάξει,- συνέχισε υστερα από μια στιγμή δισταγμού- ας μην σας αδικώ τόσο..ακουσα πως το ’96 θέλατε να πολεμήσετε και δεν σας άφησαν…..

Ηταν η σειρά μου να χαμηλώσω το βλέμμα…

  • Και τώρα σε αφήνω…….είναι μακρύς ο Δρόμος του Προδήλου Πεπρωμένου….να τα πείς, όλα αυτά, στα παιδιά σου……

Πήγε  να τραβήξει τα γκέμια, ξαφνικά σταμάτησε.

  • Και κάτι τελευταίο: πες τους πως, το Δεντρο της Ελευθερίας, χρειάζεται, από καιρού εις καιρόν, να ποτίζεται με το αίμα πατριωτών και τυράννων, αλλοιώς, μαραζώνει…..ωρα να φύγω…..

Τράβηξε τα ηνια αριστερά, το άλογο χλιμίντρησε, εκείνη τη στιγμή ο κουρνιαχτός σκόρπισε και είδα μπροστά μου , έξαφνα, μια αλλόκοτη, ατέλειωτη και ετερόκλητη φάλαγγα ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, πεζών και καβαλλάρηδων,  να σέρνει τα βαρειά της βήματα στον σκονισμένο,ελαφρά ανηφορικό, δρόμο.

Ο παππούς μου σπηρούνισε το άλογό του και κάλπασε, χωρίς άλλη κουβέντα, παράλληλα προς την φάλαγγα, να γυρίσει στην θέση του……..και εγώ έμεινα να κοιτάζω το ανθρώπινο ποτάμι….

Δυσκολα ξεχώριζες φυσιογνωμίες και η οψη των οδοιπόρων ηταν τόσο αλλοπρόσαλη και αναπάντεχη που δεν μπορούσα να ταυτοποιήσω κανένα…

Ολοι κρατούσαν από κάτι στο χέρι, οπλο η άλλο, αυτό ηταν φανερό, μα εκανε τα πράγματα ακόμα πιο αλλόκοτα.

Εδώ, την μια στιγμή περνούσε ενας κοντούλης, εβδομηντάρης, καλοστεκούμενος, με λευκό γενάκι,  τουήντ σακκάκι, στιβάνια, ημιψηλο στο κεφάλι και ένα καραμπινάκι Μανλιχερ κρεμασμένο στο ώμο, βάδιζε ζωηρά και έριχνε γερακίσιες ματιές γύρω του. Διπλα του πήγαινε ένας δεύτερος με στιβάνια γκρι κουστούμι και γραβάτα, σαραντάρης , κρατώντας στα χέρια του μια πήλινη κυψέλη.

Πιο πέρα, ένας με φουστανέλλα, κουβαλούσε στον ώμο μια σούβλα για σφαχτάρι, για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας, τίποτε Αρχιτέκτονας από Ιταλία θάτανε.

Παρακεί, άλλος ξεκάρφωτος τύπος, με φέσι και βράκα, κράταγε, μερα μεσημέρι, δαυλο στο χερι. Τον κούναγε κι’όλας και παραλίγο να βαλει φωτια στη φουστανέλλα ενός αγριομούρη τύπου με μεγάλες μουστάκες, που αν του φοραγες σομπρέρο, θα ήταν φτυστός ο Παντσο Βίλλα, που καβαλούσε ένα ασπρο αλογο, διπλα του. Εσκυψε ο αγριομούρης από το άλογο, εριξε μια φάπα στον τύπο με τον δαυλό και του πέταξε το φέσι απ’το κεφάλι.

Λίγο μετά είδα να περνάει ένας, με σιδερένιο κράνος, αλυσσιδωτό θώρακα και κόκκινα κεντητά τσαγγία που βάδιζε και κρατούσε το αλογό του από τα γκέμια, δίπλα σε μια μεσήλικη γυναίκα που φορούσε εργαστηριακή μπλούζα.

Μια άλλη γυναίκα, σαραντάρα, μελαχροινή, καλοστεκούμενη, με πράσινη εσθήτα, βαδιζε πίσω από μια εικοσάρα, ψηλή, ξανθιά , ελαφρα χτισμένη, που φορούσε ασπρο, κοντό χιτώνα και, από καιρού εις καιρόν , της τσιμπούσε τον πισινό. Η ξανθιά γύριζε, την αγριοκοίταζε αλλά δεν έλεγε τίποτε…..Ενας με μακριά, ψαρά μαλλιά , καρώ πουκάμισο και τζήν, σαρανταπεντάρης, κρατούσε στο χέρι κιθάρα, προχωρούσε και τραγουδούσε, αλλα τι έλεγε δεν μπορούσα να ακούσω….και άλλοι και αλλοι και άλλοι, βαδιζαν κουρασμένα, δίχως ρυθμό, άλογα με κεφάλια κατεβασμένα, αλλοι πιο ευσταλείς και άλογα ζωηρά , όμως διάχυτη ηταν η εικόνα πως ο ένας, για να συνεχίσει, επαιρνε κουράγιο από τον άλλο, κανένας δεν ήθελε να είναι αυτός που θα σταματούσε πρώτος….

Και η φάλαγγα εφτασε, κάποια στιγμη, μετά από ωρα πολλη, στο τέλος της.

Ενας καβαλλάρης, με στολή εκστρατείας αξιωματικου του’40, αστραχαν μαύρο καλπάκι στο κεφάλι, μακριά μαύρη γενειάδα και ένα Κόλτ  Μ1917, περασμένο στην ζώνη, ιππευε ανάμεσα σε μια παράταξη ανθρώπων με δόρατα με ορειχάλκινες αιχμές, οκτώσχημες ασπίδες , παρδαλούς χιτώνες και μακριές μπούκλες……

Ποιοι ήταν όλοι αυτοί ;

Και, τελευταίο, εσχατο των εσχάτων, είδα να βαδίζει, σε κάποια απόσταση από τους τελευταίους της Φάλαγγας και να ρίχνει ερευνητικές ματιές δεξιά-αριστερά, ενας πελώριο τύπο, με μπράτσα σαν κλαδιά χοντρης ελιάς, μια πυρόξανθη προβιά ριγμένη στην πλάτη, ένα ρόπαλο στον ώμο και…..ειδα καλά η μου φάνηκε….Γαλλικό μανικιούρ ;….Χριστέ μου, ο  Ντουαίην Τζόνσον…..τι γυρεύει εδώ ο Ντουαίην Τζόνσον ;

Ξυπνησα υστερα και θυμήθηκα πως ποτέ δεν είχα ξαναδεί τον υπνο μου το παππού μου και όλα αυτά που μου είπε  και όλα αυτά που είδα, κανένας δεν μου τα είχε πεί το 1971, όταν ήμουν παιδί αλλά μπορούσα να καταλάβω πως, τότε, κάποιοι πολύ κακοί και για την περίσταση, πολύ λίγοι, γιόρταζαν , πολύ κακόγουστα, κάτι που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας που πάλευα να φτιάξω, του μέλλοντος που θα με ακολουθούσε, στο πέρασμά μου από αυτή τη ζωή.

Δεν θα αργήσει να έρθει η ώρα που θα σκαρφαλώσω στην θυρίδα της <<Λουκρητίας Βοργία>>, θα ρυθμίσω το κάθισμα, θα φορέσω την κάσκα, ο Καναβάκης θα έχει ζεστάνει τον κινητήρα, ο Θεοχάρης θα χει ελέγξει τα σκοπευτικά και τα υδραυλικά του πύργου, ο Πάλλας θα έχει τακτοποιήσει τα πυρομαχικά και ελέγξει το κλείστρο, θα συνδέσω την ενδοεπικοινωνία, θα πάρω μια βαθειά ανάσα, θα πάρουμε την θέση μας στην Φάλαγγα….και εμείς ανάμεσα σε τόσους άλλους.

Εύχομαι το πλήρωμα του χρόνου να έλθει με την γενιά την δικιά σας, εσείς να είσθε αυτοί που θα φτιάξουν την Πατρίδα την Αξία του Λαού της, το Πρόδηλο Πεπρωμένο να εκπληρωθεί από εσάς, η πορεία της Φάλαγγας να σταματήσει, οι νεκροί να βρούμε ανάπαυση.

Ο παππούς μου μου είπε, όλα αυτά, που είδα και άκουσα , την αυγή της 200ης επετείου από την Έναρξη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία της Πατρίδας, να τα πω στα παιδιά μου.

Έτσι, έγραψα αυτό το κείμενο και είπα στον κο Ματθέ να το αναρτήσει στην ιστοσελίδα του σχολείου. Και αύριο, μερα που είναι, και δεν θα έχετε να παρακολουθήσετε το μάθημα της κας Σαραβελάκη, άμα σας κολλήσει το FORTNITE,  είτε δεν έχετε με ποιόν να βγείτε βόλτα, άμα θέλετε,  το διαβάζετε….και στις 26 να το διαβάσετε, αν τότε το πάρετε είδηση, δεν πειράζει…αλλά μην στήσετε την κα Σαραβελάκη.

Χρήστος Αρβανιτίδης,
Διπλωματούχος Μεταλλειολόγος Μηχανικός
Ταπεινός θεράπων του βωμού του Ιερού Φαντάσματος,
της Εκβιομηχανισμένης, Παραγωγικής, Ελλάδος.